συνδαίτης

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = συνδαίτωρ, Luc.Ep.Sat.36; fem. voc. σύνδαιτι, Orph.H.55.10.

Greek (Liddell-Scott)

συνδαίτης: -ου ὁ. = συνδαίτωρ, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 36· θηλ. κλητ. σύνδαιτι, Ὀρφ. Ὕμν. 55. 10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commensal, hôte.
Étymologie: σύν, δαίνυμι.

Greek Monolingual

ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α
ο συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. λαιμο-δαίτης].

Greek Monolingual

ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α
ο συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. λαιμο-δαίτης].

Greek Monotonic

συνδαίτης: -ου, ὁ, = συνδαίτωρ, σε Λουκ.