τετραέλικτος

Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον, =

   A four times coiled round, ὄφις AP7.210 (Antip.); τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1097] = Folgdm, ὄφις, Antp. Sid. 63 (VII, 210).

Greek (Liddell-Scott)

τετραέλικτος: -ον, = τῷ ἑπομ., ὄφις Ἀνθ. Π. 7. 210.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
roulé quatre fois sur soi-même.
Étymologie: τέσσαρες, ἑλίσσω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές («ὄφις τετραέλικτος», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἑλικτός (< ἑλίσσω «περιτυλίγω, στριφογυρίζω»)].

Greek Monotonic

τετραέλικτος: -ον, αυτός που κινείται ελικοειδώς (συστρέφεται) τέσσερις φορές, σε Ανθ.