ταὐτάζω
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
[Seite 1074] = τὰ αὐτὰ λέγειν, dann übh. = τευτάζω, s. dasselbe.
ταὐτάζω: ἴδε τευτάζω.
Α ταὐτά
λέω συνεχώς τα ίδια, φλυαρώ.
ταὐτάζω: βλ. τευτάζω.