υπέρκαλος
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, θηλ. και ὑπερκάλη Α
πολύ ωραίος, ωραιότατος, πανέμορφος, πανώριος.
επίρρ...
ὑπερκάλως Α
(κατά τον Ησύχ.) με υπέρκαλο τρόπο.
Greek Monotonic
υπέρκᾰλος: -ον, υπερβολικά όμορφος, σε Αριστ.