πανώριος

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
πάρα πολύ όμορφος, πανέμορφος, ωραιότατος.
επίρρ...
πανώρια
με πάρα πολύ όμορφο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανώραιος, με συνίζηση, πρβλ. το Κάστρο της Ωριάς (< ωραίας)].