υπέρκαλος

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, θηλ. και ὑπερκάλη Α
πολύ ωραίος, ωραιότατος, πανέμορφος, πανώριος.
επίρρ...
ὑπερκάλως Α
(κατά τον Ησύχ.) με υπέρκαλο τρόπο.

Greek Monotonic

υπέρκᾰλος: -ον, υπερβολικά όμορφος, σε Αριστ.