υπέρκαλος
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, θηλ. και ὑπερκάλη Α
πολύ ωραίος, ωραιότατος, πανέμορφος, πανώριος.
επίρρ...
ὑπερκάλως Α
(κατά τον Ησύχ.) με υπέρκαλο τρόπο.
Greek Monotonic
υπέρκᾰλος: -ον, υπερβολικά όμορφος, σε Αριστ.