υπέρκαλος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, θηλ. και ὑπερκάλη Α
πολύ ωραίος, ωραιότατος, πανέμορφος, πανώριος.
επίρρ...
ὑπερκάλως Α
(κατά τον Ησύχ.) με υπέρκαλο τρόπο.
Greek Monotonic
υπέρκᾰλος: -ον, υπερβολικά όμορφος, σε Αριστ.