Ion. for ὑφαρπάζω (q. v.).
[Seite 1183] ion. = ὑφαρπάζω, Her.
ὑπαρπάζω: Ἰων. ἀντὶ ὑφαρπάζω, Ἡρόδ.
ion. c. ὑφαρπάζω.
Αιων. τ. βλ. υφαρπάζω.
ὑπαρπάζω: Ιων. αντί του ὑφ-αρπάζω.