ὑπαρπάζω
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1183] ion. = ὑφαρπάζω, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ὑφαρπάζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαρπάζω: ион. = ὑφαρπάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαρπάζω: Ἰων. ἀντὶ ὑφαρπάζω, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. υφαρπάζω.
Greek Monotonic
ὑπαρπάζω: Ιων. αντί του ὑφ-αρπάζω.