ὑπερθαύμαστος

Revision as of 02:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A most admirable, AP15.16 (Const. Rhod.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθαύμαστος: -ον, λίαν ἢ πλεῖστον ὅσον θαυμαστός, Ἀνθ. Π. 15. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait admirable.
Étymologie: ὑπερθαυμάζω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ θαυμαστός
εξαιρετικά θαυμαστός.

Greek Monotonic

ὑπερθαύμαστος: -ον, ο πιο αξιοθαύμαστος, σε Ανθ.