ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Φερσεφόνη: ποιητικ. ἀντὶ Περσεφόνη, συχν. παρὰ Πινδ. Φερσεφόνεια Ἡσύχ. ἐν λ.
Φερσεφόνη: ποιητ. αντί Περσεφόνη, σε Πίνδ.