εὐμαθῶς
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
French (Bailly abrégé)
adv.
en apprenant ou comprenant vite.
Étymologie: εὐμαθής.
Russian (Dvoretsky)
εὐμᾰθῶς: легко (постигая), без труда, с готовностью (παρακολουθεῖν Aeschin.; δέχεσθαί τι Plat.).