ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
v. μανθάνω.
μεμάθηκα: [μᾰ], παρακ. του μανθάνω.
μεμάθηκα: pf. к μανθάνω.