αὐτοκέλευθος

Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A going one's own road, Tryph.314, AP9.362.5, Nonn.D.6.369: neut. pl. as Adv., ib.21.167.

German (Pape)

[Seite 397] für sich des Weges ziehend, Anthol. IX, 362; Tryphiod. 305.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκέλευθος: -ον, ὁ ἰδίαν πορευόμενος ὁδόν, Τρυφ. 314, Ἀνθ. Π. 9. 362.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui va de soi-même.
Étymologie: αὐτός, κέλευθος.

Spanish (DGE)

-ον
que recorre su propio camino, Ἀλφειός AP 9.362.5, στόλος Nonn.D.6.369, ἄτη Triph.314
neutr. plu. como adv. recorriendo el mismo camino αὐ. περιπταίειν πεδίλοις Nonn.D.21.169.

Greek Monolingual

αὐτοκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί δικό του δρόμο.

Greek Monotonic

αὐτοκέλευθος: -ον, αυτός που πορεύεται το δικό του δρόμο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοκέλευθος: привольно текущий или катящий свои воды (Ἀλφειός Anth.).