σιδηροτόκος

Revision as of 06:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A producing iron, AP9.561 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 880] Eisen erzeugend, hervorbringend, βῶλος Ἰβηριάδος, Philp. 68 (IX, 561).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροτόκος: -ον, ὁ παράγων, γεννῶν σίδηρον, Ἀνθ. Π. 9. 561.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit du fer.
Étymologie: σίδηρος, τίκτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παράγει σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἀρρενο-τόκος.

Greek Monotonic

σῐδηροτόκος: -ον (τίκτω), αυτός που παράγει, γεννά σίδηρο, που περιέχει σίδηρο, σιδηρούχος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροτόκος: рождающий железо (βῶλος Ἰβηριάδος Anth.).