ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
adv.avec impétuosité.Étymologie: ἐσσύμενος.
(σεύω): hastily.
ἐσσυμένως: (ῠ)1) стремительно, поспешно (ἀποβῆναι Hom.);2) горячо, с жаром, ожесточенно (μάχεσθαι Hom.).