ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
f.1 de δάκνω.
δήξομαι: μέλ. του δάκνω.
δήξομαι: fut. к δάκνω.