παίστρια

From LSJ
Revision as of 06:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

German (Pape)

[Seite 444] ἡ, = παίκτρια, in der Ueberschrift des Ep. Crinag. 42 (VII, 6439.

Greek (Liddell-Scott)

παίστρια: ἡ, θηλ. οὐσιασ., ὀρχηστρίς, χορεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 2028.

Greek Monolingual

παίστρια, ἡ (Μ)
χορεύτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παίζω (πρβλ. αόρ. -παισ-α) + επίθημα -τρια (πρβλ. γυμνάσ-τρια)].

Russian (Dvoretsky)

παίστρια: ἡ плясунья Anth.