ἐκμειλίσσομαι
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμειλίσσομαι: ἀποθ., καταπραΰνω, Ἀππ. Ἐμφ. 1. 97, Πλούτ. 3. 380C.
French (Bailly abrégé)
rendre doux comme du miel ; fig. adoucir, calmer, acc..
Étymologie: ἐκ, μειλίσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμειλίσσομαι: смягчать, умилостивлять (τὴν τοῦ κακοῦ δαίμονα Plut.).