προσδέκομαι

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek (Liddell-Scott)

προσδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ προσδέχομαι, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ion. c. προσδέχομαι.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. προσδέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

προσδέκομαι: ион. = προσδέχομαι.