διαμυκτηρίζω

Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

strengthd. for μυκτηρίζω, D.L.9.113.

German (Pape)

[Seite 591] verspotten, D. L. 9, 113.

Greek (Liddell-Scott)

διαμυκτηρίζω: ἐπιτεταμ. μυκτηρίζω, Διογ. Λ. 9. 113.

Spanish (DGE)

escarnecer, burlarse de τοὺς ἐμοὺς ... λόγους Cyr.Al.Luc.1.240.35
abs. ἦν δὲ καὶ ὀξὺς νοῆσαι καὶ διαμυκτηρίσαι D.L.9.113.

Greek Monolingual

διαμυκτηρίζω (Α) μυκτηρίζω
μυκτηρίζω υπερβολικά.

Russian (Dvoretsky)

διαμυκτηρίζω: издеваться, осмеивать: ὀξὺς διαμυκτηρίσαι Diog. L. беспощадный в своих насмешках, язвительный.