διαμυκτηρίζω

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμυκτηρίζω Medium diacritics: διαμυκτηρίζω Low diacritics: διαμυκτηρίζω Capitals: ΔΙΑΜΥΚΤΗΡΙΖΩ
Transliteration A: diamyktērízō Transliteration B: diamyktērizō Transliteration C: diamyktirizo Beta Code: diamukthri/zw

English (LSJ)

strengthened for μυκτηρίζω, D.L.9.113.

Spanish (DGE)

escarnecer, burlarse de τοὺς ἐμοὺς ... λόγους Cyr.Al.Luc.1.240.35
abs. ἦν δὲ καὶ ὀξὺς νοῆσαι καὶ διαμυκτηρίσαι D.L.9.113.

German (Pape)

[Seite 591] verspotten, D. L. 9, 113.

Russian (Dvoretsky)

διαμυκτηρίζω: издеваться, осмеивать: ὀξὺς διαμυκτηρίσαι Diog. L. беспощадный в своих насмешках, язвительный.

Greek (Liddell-Scott)

διαμυκτηρίζω: ἐπιτεταμ. μυκτηρίζω, Διογ. Λ. 9. 113.

Greek Monolingual

διαμυκτηρίζω (Α) μυκτηρίζω
μυκτηρίζω υπερβολικά.