κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
[Seite 859] ἡ, = σαλάμβη, Phot. aus Soph.
σᾰλάβη: ἡ, ἴδε ἐν λ. σαλάμβη. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σαλάβη· θύρας ὀπή».
ἡ, Α(δ. γρφ.) βλ. σαλάμβη.
σᾰλάβη: (λᾰ) ἡ v. l. = σαλάμβη.