ἄμμιγα
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek (Liddell-Scott)
ἄμμιγα: ἀμμίγνυμι, ποιητ. ἀντὶ ἀνάμιγα, αναμίγνυμι.
French (Bailly abrégé)
adv.
pêle-mêle.
Étymologie: pour *ἀνάμιγα, de ἀναμίγνυμι.
Spanish (DGE)
(ἄμμῐγᾰ) v. ἀνάμιγα.
Greek Monotonic
ἄμμῐγα: ἀμ-μίγνυμι, ποιητ. αντί ἀνάμιγα, ἀναμίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἄμμῐγᾰ: adv. вперемешку, как попало, без разбору Soph., Theocr., Anth.