ἄμμιγα

From LSJ
Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἄμμιγα: ἀμμίγνυμι, ποιητ. ἀντὶ ἀνάμιγα, αναμίγνυμι.

French (Bailly abrégé)

adv.
pêle-mêle.
Étymologie: pour *ἀνάμιγα, de ἀναμίγνυμι.

Spanish (DGE)

(ἄμμῐγᾰ) v. ἀνάμιγα.

Greek Monotonic

ἄμμῐγα: ἀμ-μίγνυμι, ποιητ. αντί ἀνάμιγα, ἀναμίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἄμμῐγᾰ: adv. вперемешку, как попало, без разбору Soph., Theocr., Anth.