μεταμέλπομαι

Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A sing or dance among, τισι h.Ap.197.

German (Pape)

[Seite 150] zwischen, unter Andern singen und tanzen, τισί, H. h. Apoll. 197.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμέλπομαι: ἀποθετ., ψάλλωχορεύω μεταξύ..., τισι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 197.

French (Bailly abrégé)

chanter ou danser parmi, τινι.
Étymologie: μετά, μέλπω.

Greek Monolingual

μεταμέλπομαι (Α)
ψάλλω ή χορεύω ανάμεσα σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- μέλπομαι «ψάλλω»].

Greek Monotonic

μεταμέλπομαι: αποθ., τραγουδώ ή χορεύω ανάμεσα σ' άλλους, με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

μεταμέλπομαι: (с кем-л.) водить хоровод (τισι HH).