ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
ἀγοράσδω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἀγοράζω, Θεόκρ. 15, 16.
dor. c. ἀγοράζω.
ἀγοράσδω: Δωρ. αντί ἀγοράζω.
ἀγοράσδω: дор. Theocr. = ἀγοράζω.