ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
θοροῦμαι: μέλ. του θρῴσκω.
θοροῦμαι: fut. к θρῴσκω.