τρίζυγος

Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον( η, ον S.Ichn.168), and τρίζυξ, ῠγος, ὁ, ἡ,

   A three-yoked, three in union, Χαρίτων τριζύγων S.Fr.545; τρίζυγοι θεαί E.Hel.357 (lyr.); τριζυγέες Χάριτες AP11.27 (Maced.); also τρίζυγες κασίγνητοι ib.6.181 (Arch.).    2 triple, τριζύγης οἵμου βάσιν S.Ichn. l. c.; τρίζυγον ἑβδομάδα Supp.Epigr.3.216 (Attica, ii/i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1142] = τρίζυξ, θεαί Eur. Hel. 362.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attelés ou unis à trois, qui forment un groupe de trois.
Étymologie: τρεῖς, ζυγόν.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει συζευχθεί με άλλους δύο
2. τριπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ζυγόν / ζυγός (πρβλ. ἑκατό-ζυγος)].

Russian (Dvoretsky)

τρίζῠγος: сопряженный по-трое, тройственный: τρίζυγοι Χάριτες Soph. три Хариты.