τρίζυξ
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
-υγος, ὁ, ἡ, = τρίζυγος.
German (Pape)
[Seite 1142] υγος, dreijochig, dreispännig, übh. dreifach; κασίγνητος, Archi. 9 (VI, 181); Antp. Sid. 35 (Plan. 220); θεαί, die drei Chariten in eine Gruppe verbunden.
Greek Monolingual
-υγος, ὁ, ἡ, Α
τρίζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. δίζυξ].
Russian (Dvoretsky)
τρίζυξ: ῠγος adj. Anth. = τρίζυγος.