Greek (Liddell-Scott)
μαινόλις: θηλ. τοῦ μαινόλης, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ιδος ; acc. ιν;
adj. f.
c. μαινόλης.
Greek Monotonic
μαινόλις: θηλ. του μαινόλης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μαινόλις: ῐδος adj. f охваченная исступлением, безумствующая (διάνοια Aesch.; ἀσέβεια Eur.).