προσερέσθαι

Revision as of 07:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

aor. 2 inf., fut.

   A -ερήσομαι Hsch., Phot., Suid.:—ask besides, τινά τι Pl.Prt.311e, Demod.382c.

Greek (Liddell-Scott)

προσερέσθαι: ἀόρ. β΄ ἀπαρ. μετὰ μέλλ. -ερήσομαι· μέσ.· ― ἐρωτᾶν προσέτι, Πλάτ. Πρωτ. 311Ε, Τίμ. 50Α.

French (Bailly abrégé)

demander en outre.
Étymologie: πρός, ἐρέσθαι.

Greek Monotonic

προσερέσθαι: απαρ. αορ. βʹ με μέλ. -ερήσομαι — Μέσ., ρωτώ επιπλέον, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσερέσθαι: (inf. aor. 2 с fut. προσερήσομαι) спросить еще (τινά τι Plat.).