ἐρέσθαι
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
v. ἔρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐρέσθαι: inf. aor. 2 к εἴρομαι I.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρέσθαι: ἀπαρ. ἀορ. β΄ τοῦ Ἰων. ἐνεστ. εἴρομαι, ἐρωτῶ, ὅπερ οἱ Ἀττ. συγγραφεῖς μεταχειρίζονται μόνον κατ’ ἀόρ. ἠρόμην καὶ ἐρέσθαι μετὰ τοῦ ἐρωτάω ὡς ἐνεστ. (Διακρίνεται ἐκ τοῦ τονισμοῦ ἀπὸ τοῦ Ὁμ. ἀπαρ. ἐνεστ. ἔρεσθαι, λέγειν· ἴδε τὰς λέξεις ἔρομαι, εἴρομαι).
Greek Monotonic
ἐρέσθαι: απαρ. αορ. βʹ του Ιων. ενεστ. εἴρομαι, ρωτώ· σε Αττ. συγγραφείς χρησιμ. μόνο στον αόρ. βʹ ἠρόμην, απαρ. ἐρέσθαι, με το ἐρωτάω ως ενεστ. (διακρίνεται από τον τονισμό από το απαρ. ενεστ. ἔρεσθαι, λέω, μιλώ).