πηνίκη

From LSJ
Revision as of 07:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, jetzt meist πηνήκη geschrieben (scheint nur andere Form von φενάκη), eigtl. Betrug, Täuschung (s. die Ableitungen), falsches Haar, Perücke; τὴν πηνήκην ἐπέθετο, Luc. D. Mer. 12, 5, vgl. 5, 3. 11, 4; so auch Poll. 2, 30. 10, 170 u. Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

πηνίκη: ἡ, φενάκη, Ἀριστοφ. ἐν Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. σ. 1176. Λουκ.· κατὰ τὸν Φώτ. καὶ Σουΐδ. «πηνίκη: περικεφαλαία τριχωτή, καὶ περιθετὴ κόμη. ἔνθεν καὶ πηνικίζειν τὸ ἀπατᾷν, τῆς δὲ περιθετῆς κόμης τὸ μὲν ἔντριχον, τὸ δὲ προκόμιον, τὸ δὲ πηνίκην ἐκάλουν»· ἀλλ’ ἴδε Πολυδ. Β΄, 30. ― Ἀντὶ τοῦ πηνίκη, τὸ πηνήκη καὶ τὸ φενάκη συνεχῶς ἀπαντῶσιν ὡς διάφ. γραφ., ὡς ἐν Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 5. 3., 11. 4., 12. 5, κτλ.· τὰ δ’ ἑπόμενα παράγωγα καθιστῶσι πιθανὸν ὅτι τὸ πηνίκη εἶναι ἁπλῶς ἕτερος τύπος ἀντὶ τοῦ φενάκη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. πηνήκη.

Russian (Dvoretsky)

πηνίκη: ἡ v. l. = πηνήκη.