φοβερῶς
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière effrayante;
Cp. φοβερώτερον, Sp. φοβερώτατα.
Étymologie: φοβερός.
Russian (Dvoretsky)
φοβερῶς: страшно, грозно, ужасно Xen.: φ. ὀνομάσαι Lys. наговорить страшных слов.