ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
[Seite 266] = νύν, w. m. s.
νύ: ἴδε ἐν λ. νῦν ΙΙ.
νύ: νυ, βλ. νῦν II.
νύ: (перед словом с начальным согласным) = νύν.