πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
[Seite 266] = νύν, w. m. s.
νύ: (перед словом с начальным согласным) = νύν.
νύ: ἴδε ἐν λ. νῦν ΙΙ.
νύ: νυ, βλ. νῦν II.