οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
σφάττω: νεώτερ. Ἀττικ. ἀντὶ σφάζω, παρατ. ἔσφαττον˙ - ἐνεστὼς σφάσσω δὲν ἀπαντᾷ.
néo-att. c. σφάζω.
NM
βλ. σφάζω.
σφάττω: μεταγεν. Αττ. τύπος αντί σφάζω, παρατ. ἔσφαττον.
σφάττω: атт. = σφάζω.