κάζομαι
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
Greek (Liddell-Scott)
κάζομαι: ἴδε καίνυμαι.
Russian (Dvoretsky)
κάζομαι: (только: pf. pass. κέκασμαι, κέκασσαι, κέκασται, дор. part. pf. κεκαδμένος, 3 л. sing. ppf. ἐκέκαστο и κέκαστο) блестеть, блистать Hom., Pind., Aesch., Eur., по др. = *καίνυμαι (см.).