ποτιβλέπω: Δωρ. ἀντὶ προσβλ-, Θεόκρ. 5. 36.
και ποτιγλέπω Α(δωρ. τ.) προσβλέπω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + βλέπω / γλέπω].
ποτιβλέπω: Δωρ. αντί προσ-βλέπω.
ποτιβλέπω: дор. = προσβλέπω.