μακρῶς
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
French (Bailly abrégé)
adv.
longuement;
Cp. μακροτέρως ou μακροτέρω, Sp. μακροτάτω.
Étymologie: μακρός.
Russian (Dvoretsky)
μακρῶς: 1) далеко, на большое расстояние (φέρεσθαι Arst.);
2) долго, медленно (ἐκμηρύεσθαι τὰς δυσχωριας Polyb.).