ῥυσόομαι

From LSJ
Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσόομαι: (ῥυσὸς) Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ῥυτιδωτός, πληροῦμαι ῥυτίδων, «ζαρώνω», δέρμα Ἀριστ. Προβλ. 24. 10, 2· ἐπὶ καρπῶν, Διοσκ. 3. 12. - Τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἐν Ἱππιατρ. 48, 23.

Russian (Dvoretsky)

ῥῡσόομαι: сморщиваться, покрываться морщинами (τὸ δέρμα ῥυσοῦται Arst.).