ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
κρύπτασκε: ἴδε ἐν λέξ. κρύπτω.
3ᵉ sg. impf. itér. de κρύπτω.
κρύπτασκε: γʹ ενικ. Ιων. παρατ. του κρύπτω.
κρύπτασκε: эп. 3 л. sing. impf. iter. к κρύπτω.