συλληπτέος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
German (Pape)
[Seite 975] adj. verb. von συλλαμβάνω, zusammenzufassen.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adv. verb. de συλλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
συλληπτέος: adj. verb. к συλλαμβάνω.