μεγαλοψύχως

From LSJ
Revision as of 09:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec magnanimité.
Étymologie: μεγαλόψυχος.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοψύχως: (ῡ) великодушно, щедро (μ. καὶ φιλανθρώπως Dem.; μ. καὶ βασιλικῶς Polyb.).