μεγαλοψύχως
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
French (Bailly abrégé)
adv.
avec magnanimité.
Étymologie: μεγαλόψυχος.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοψύχως: (ῡ) великодушно, щедро (μ. καὶ φιλανθρώπως Dem.; μ. καὶ βασιλικῶς Polyb.).