διᾴδω
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
French (Bailly abrégé)
f. διαείσομαι;
ne cesser de chanter : τινι pour disputer le prix à qqn.
Étymologie: διά, ᾄδω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. διαείσομαι Theoc.5.22]
1 competir en el canto ῥαψῳδοῦντα ... καὶ διᾴδοντα Arist.Po.1462a7, c. dat. τοι διαείσομαι Theoc.l.c., cf. Phryn.PS 65, fig. ref. a teorías contrapuestas igualmente erróneas <πάντως δὲ> διέπταισαν οὗτοι, διᾴδοντες ἀλλήλοις Ptol.Gnost.Ep.3.3.
2 disonar op. συνᾴδω Heraclit.B 10.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-ᾴδω aan een zangwedstrijd deelnemen.