δέξαι
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
French (Bailly abrégé)
impér. ao. de δέχομαι;
ion. p. δεῖξαι, inf. ao. de δείκνυμι.
Greek Monotonic
δέξαι: προστ. αορ. αʹ του δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
δέξαι: I imper. aor. к δέχομαι.
II ион. (= δεῖξαι) inf. aor. к δείκνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέξαι imperat. aor. 2 sing. van δέχομαι.
δέξαι Ion. voor δεῖξαι, inf. aor. act. van δείκνυμι.