σφαίρισις

Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a playing at ball, Arist.Rh.1371a2.

Greek (Liddell-Scott)

σφαίρισις: ἡ, τὸ σφαιρίζειν, παίζειν τὴν σφαῖραν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 15.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de jouer à la balle.
Étymologie: σφαιρίζω.

Greek Monotonic

σφαίρισις: -εως, ἡ (σφαιρίζω), παιχνίδι με σφαίρα, με τόπι, βολή σφαίρας, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαίρισις -εως, ἡ [σφαιρίζω] het ballen, het spelen met een bal.