συνθήγω

Revision as of 10:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A sharpen, ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας E.Hipp.689.

Greek (Liddell-Scott)

συνθήγω: συνακονῶ, μεταφ. συμπαροξύνω, ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας Εὐρ. Ἱππ. 689.

French (Bailly abrégé)

aiguiser, exciter fortement.
Étymologie: σύν, θήγω.

Greek Monolingual

Α
1. οξύνω, ακονίζω κάτι μαζί με άλλον ή με κάτι άλλο
2. παθ. συνθήγομαι
μτφ. εξοργίζομαι («ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θήγω «οξύνω, ακονίζω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θήγω geheel scherpen, geheel wetten: perf. pass.. ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας met een door woede gescherpt verstand Eur. Hipp. 689.