οξύνω

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀξύνω) οξύς
1. κάνω κάτι κοφτερό, αιχμηρό, ακονίζω
2. γραμμ. τονίζω με οξεία μια συλλαβή, οξυτονώ
3. δίνω σε κάτι ξινή γεύση, το καθιστώ ξινό
4. (σχετικά με πόνο) καθιστώ έντονο
5. μτφ. α) καθιστώ κάτι οξύ, διαπεραστικό («οξύνω τη φωνή»)
β) δημιουργώ οξύτητα, ερεθίζω, παροργίζω
γ) επιτείνω, εντείνω, επιδεινώνω («η εγωιστική στάση του όξυνε τη σχέση τους».