κεραστίς

From LSJ
Revision as of 10:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

German (Pape)

[Seite 1422] ίδος, ἡ, fem. zu κεραστής, Arcad. p. 35, 19.

Greek (Liddell-Scott)

κεραστίς: -ίδος, ἡ, ἴδε κεράστης.

Greek Monolingual

κεραστίς, -ίδος, ἡ (Α)
(θηλ. του κεραστής) η Ιώ με τα κέρατα αγελάδας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραστίς -ίδος [κεράστης] gehoornd.