κιττοφόρος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Greek Monolingual
κιττοφόρος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κισσοφόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιττοφόρος -ον, ook κισσοφόρος [κιττός, φέρω] met klimop getooid.